Η
περίοδος αναστολής της εφαρμογής του φόρου υπεραξίας ακινήτων λήγει
πλέον την 31η Δεκεμβρίου 2017 και σύμφωνα με το επικαιροποιημένο
Μνημόνιο πρέπει να επανέλθει από την 1η Ιανουαρίου 2018.
Οι φορολογούμενοι που σχεδιάζουν να πουλήσουν κάποιο ακίνητό τους, θα πρέπει να γνωρίζουν τις αλλαγές που φέρνει ο φόρος υπεραξίας.
Ο φόρος υπεραξίας επιβαρύνει τους πωλητές των ακινήτων, σε αντίθεση με τον φόρο μεταβίβασης που αποδίδεται από τον αγοραστή. Ο φόρος υπεραξίας ανέρχεται στο 15% και αφορά τη διαφορά του ποσού που αποκτήθηκε ένα ακίνητο σε σχέση με αυτήν που πουλήθηκε.
Για παράδειγμα, εάν αγόρασε κάποιος ένα ακίνητο 200.000 ευρώ και πρόκειται να το πουλήσει 25.000 ευρώ πρέπει να πληρώσει φόρο 7.500 ευρώ. Εάν, ωστόσο, είχε στην κατοχή του το ακίνητο 5 χρόνια, η υπεραξία θα είναι αφορολόγητη μέχρι τα 25.000 ευρώ, δηλαδή θα πρέπει να καταβάλει 3.750 ευρώ φόρο.
Ο φόρος υπεραξίας μειώνεται ανάλογα με τα χρόνια που έχει διακρατήσει κάποιος ένα ακίνητο. Απαλλαγή από τον φόρο προβλέπεται μόνο για όσα ακίνητα έχουν αποκτηθεί πριν από το 1995. Πιο συγκεκριμένα:
Ο φόρος υπεραξίας θα επιβάλλεται με συντελεστή 15% στο κέρδος που προκύπτει ανάμεσα στην τιμή κτήσης και την τιμή πώλησης κάθε ακινήτου. Ο φόρος θα επιβαρύνει τον πωλητή του ακινήτου, ενώ ο αγοραστής θα οφείλει φόρο μεταβίβασης 3% επί της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου.
Εφόσον ο φορολογούμενος έχει διακρατήσει το ακίνητο που πουλάει τουλάχιστον 5 έτη από τη στιγμή της απόκτησής του, η υπεραξία θα είναι αφορολόγητη μέχρι του ποσού των 25.000 ευρώ.
Όσοι μεταβιβάσουν ακίνητα τα οποία έχουν στην κατοχή τους πριν από το 1995 θα απαλλάσσονται από τον φόρο υπεραξίας.
Η τελική υπεραξία επί της οποίας θα υπολογίζεται ο φόρος θα προσδιορίζεται με βάση ποσοστιαίους συντελεστές απομείωσης, κλιμακούμενους ανάλογα με τα έτη διακράτησης του ακινήτου (από 98,2% για δύο χρόνια διακράτησης έως 60% για περισσότερα από 25 έτη). Ειδικά για ακίνητα που έχουν αποκτηθεί από 1ης Ιανουαρίου 1995 έως 31 Δεκεμβρίου 2002 οι συντελεστές απομείωσης θα περιορίζονται, καθώς θα πολλαπλασιάζονται με 0,8.
cnn
Οι φορολογούμενοι που σχεδιάζουν να πουλήσουν κάποιο ακίνητό τους, θα πρέπει να γνωρίζουν τις αλλαγές που φέρνει ο φόρος υπεραξίας.
Ο φόρος υπεραξίας επιβαρύνει τους πωλητές των ακινήτων, σε αντίθεση με τον φόρο μεταβίβασης που αποδίδεται από τον αγοραστή. Ο φόρος υπεραξίας ανέρχεται στο 15% και αφορά τη διαφορά του ποσού που αποκτήθηκε ένα ακίνητο σε σχέση με αυτήν που πουλήθηκε.
Για παράδειγμα, εάν αγόρασε κάποιος ένα ακίνητο 200.000 ευρώ και πρόκειται να το πουλήσει 25.000 ευρώ πρέπει να πληρώσει φόρο 7.500 ευρώ. Εάν, ωστόσο, είχε στην κατοχή του το ακίνητο 5 χρόνια, η υπεραξία θα είναι αφορολόγητη μέχρι τα 25.000 ευρώ, δηλαδή θα πρέπει να καταβάλει 3.750 ευρώ φόρο.
Ο φόρος υπεραξίας μειώνεται ανάλογα με τα χρόνια που έχει διακρατήσει κάποιος ένα ακίνητο. Απαλλαγή από τον φόρο προβλέπεται μόνο για όσα ακίνητα έχουν αποκτηθεί πριν από το 1995. Πιο συγκεκριμένα:
Ο φόρος υπεραξίας θα επιβάλλεται με συντελεστή 15% στο κέρδος που προκύπτει ανάμεσα στην τιμή κτήσης και την τιμή πώλησης κάθε ακινήτου. Ο φόρος θα επιβαρύνει τον πωλητή του ακινήτου, ενώ ο αγοραστής θα οφείλει φόρο μεταβίβασης 3% επί της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου.
Εφόσον ο φορολογούμενος έχει διακρατήσει το ακίνητο που πουλάει τουλάχιστον 5 έτη από τη στιγμή της απόκτησής του, η υπεραξία θα είναι αφορολόγητη μέχρι του ποσού των 25.000 ευρώ.
Όσοι μεταβιβάσουν ακίνητα τα οποία έχουν στην κατοχή τους πριν από το 1995 θα απαλλάσσονται από τον φόρο υπεραξίας.
Η τελική υπεραξία επί της οποίας θα υπολογίζεται ο φόρος θα προσδιορίζεται με βάση ποσοστιαίους συντελεστές απομείωσης, κλιμακούμενους ανάλογα με τα έτη διακράτησης του ακινήτου (από 98,2% για δύο χρόνια διακράτησης έως 60% για περισσότερα από 25 έτη). Ειδικά για ακίνητα που έχουν αποκτηθεί από 1ης Ιανουαρίου 1995 έως 31 Δεκεμβρίου 2002 οι συντελεστές απομείωσης θα περιορίζονται, καθώς θα πολλαπλασιάζονται με 0,8.
cnn
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου